Αναφέρεται μάλιστα ότι ο κίνδυνος αυτός για ένα μεσήλικα άνδρα είναι μεγαλύτερος από την πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του προστάτη. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί ότι, 6 μήνες μετά από κάταγμα ισχίου, η θνησιμότητα είναι διπλάσια στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες.
Όπως εξήγησαν στη σημερινή Συνέντευξη Τύπου ο Ενδοκρινολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης του Εργαστηρίου Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων και Μέλος τoυ Δ.Σ της ΕΕΜΜΟ κ. Γιώργος Τροβάς και ο Αν. Καθηγητής Ορθοπαιδικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων κ. Νίκος Παπαϊωάννου, ‘οι επιβαρυντικοί παράγοντες εμφάνισης οστεοπόρωσης που ανεδείχθησαν με στατιστικά σημαντική διαφορά από τη μελέτη ήταν μεταξύ άλλων η ηλικία, η κληρονομικότητα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια ανεξάρτητα από τη λήψη κορτιζόνης.
Στους άνδρες, όπως συμβαίνει με τα οιστρογόνα στις γυναίκες, με την αύξηση της ηλικίας τους παρατηρείται μείωση της ανδρικής ορμόνης τεστοστερόνης, η οποία μεταξύ άλλων, προστατεύει και τα οστά.
Συνήθως η διάγνωση της πάθησης, γίνεται δυστυχώς, αφού προηγηθεί ένα κάταγμα, επισημαίνουν οι επιστήμονες. Ο καλύτερος όμως τρόπος για τον εντοπισμό του προβλήματος είναι η απλή εξέταση της μέτρησης της πυκνότητας των οστών. Επίσης, χρήσιμο είναι και το ‘Τεστ Κινδύνου Διάρκειας Ενός Λεπτού’, το οποίο δείχνει αν ένας άνδρας αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να υποστεί κάποιο κάταγμα λόγω οστεοπόρωσης.
Προκειμένου να αναδειχθεί το πρόβλημα της ανδρικής οστεοπόρωσης στον ελληνικό πληθυσμό σχεδιάστηκε από την Ελληνική Εταιρεία Μεταβολισμού τον Οστών και το Εργαστήριο Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της φαρμακευτικής εταιρείας sanofi-aventis, μια πανελλαδική επιδημιολογική μελέτη για την οστεοπόρωση στον ανδρικό πληθυσμό.
Η μελέτη αυτή με το όνομα ‘Ιπποκράτης’ ξεκίνησε στις αρχές του 2009 και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2010. Στόχος της έρευνας ήταν η διερεύνηση και καταγραφή των παραγόντων κινδύνου εμφάνισης οστεοπόρωσης στον ανδρικό πληθυσμό της χώρας μας.
Στην έρευνα συμμετείχαν 1.067 ασθενείς από όλη την Ελλάδα και 93 γιατροί (ρευματολόγοι, ενδοκρινολόγοι, ορθοπεδικοί, παθολόγοι). Οι ασθενείς ήταν ηλικίας 50 ετών και άνω που είχαν υποβληθεί σε έλεγχο οστικής πυκνότητας, είτε λόγω βεβαρημένου ιστορικού, είτε μετά από προτροπή γιατρού, είτε προληπτικά.
Όπως εξήγησαν στη σημερινή Συνέντευξη Τύπου ο Ενδοκρινολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης του Εργαστηρίου Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων και Μέλος τoυ Δ.Σ της ΕΕΜΜΟ κ. Γιώργος Τροβάς και ο Αν. Καθηγητής Ορθοπαιδικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων κ. Νίκος Παπαϊωάννου, ‘οι επιβαρυντικοί παράγοντες εμφάνισης οστεοπόρωσης που ανεδείχθησαν με στατιστικά σημαντική διαφορά από τη μελέτη ήταν μεταξύ άλλων η ηλικία, η κληρονομικότητα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια ανεξάρτητα από τη λήψη κορτιζόνης.
Αντίθετα, το φυσιολογικό σωματικό βάρος, η ισορροπημένη διατροφή (πλούσια σε φρούτα και λαχανικά) και η τακτική σωματική άσκηση σε νεαρή ηλικία αναδεικνύονται σε σημαντικούς προστατευτικούς παράγοντες ενάντια στην οστεοπόρωση’.
Επίσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, περισσότεροι από τους μισούς άνδρες (55%) που είχαν κάνει μέτρηση οστικής πυκνότητας διαγνώστηκαν τελικά με οστεοπόρωση.
Επίσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, περισσότεροι από τους μισούς άνδρες (55%) που είχαν κάνει μέτρηση οστικής πυκνότητας διαγνώστηκαν τελικά με οστεοπόρωση.
Στους άνδρες, όπως συμβαίνει με τα οιστρογόνα στις γυναίκες, με την αύξηση της ηλικίας τους παρατηρείται μείωση της ανδρικής ορμόνης τεστοστερόνης, η οποία μεταξύ άλλων, προστατεύει και τα οστά.
Συνήθως η διάγνωση της πάθησης, γίνεται δυστυχώς, αφού προηγηθεί ένα κάταγμα, επισημαίνουν οι επιστήμονες. Ο καλύτερος όμως τρόπος για τον εντοπισμό του προβλήματος είναι η απλή εξέταση της μέτρησης της πυκνότητας των οστών. Επίσης, χρήσιμο είναι και το ‘Τεστ Κινδύνου Διάρκειας Ενός Λεπτού’, το οποίο δείχνει αν ένας άνδρας αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να υποστεί κάποιο κάταγμα λόγω οστεοπόρωσης.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης συνίσταται συνήθως στη χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D, ενώ θέση στην αγωγή έχουν και τα διφωσφονικά φάρμακα όπως η ρισεδρονάτη κ.α.
ΠΗΓΗ:.iatronet.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου