Άρθρο από το men24 στις 6/12/08
Τζενίν Τζόουνς
Η Τζενίν Τζόουνς, νοσοκόμα με ειδίκευση στην παιδιατρική σε διάφορες κλινικές του Σαν Αντόνιο (Τέξας), θεωρείται ότι ευθύνεται για το θάνατο 11 ως 46 παιδιών που έτυχαν της «στοργικής» της «φροντίδας».
Η μέθοδος που επέλεξε ήταν η ένεση ηπαρίνης και αργότερα σουκκινυλοχολίνης, ουσίες με έντονες μυοχαλαρωτικές και παραλυτικές ιδιότητες. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων της δε θα βρεθεί ποτέ καθώς οι υπεύθυνοι των κλινικών που εργάστηκε κατέστρεψαν τα αρχεία με τις δραστηριότητες της.
Η υπόθεση που οδήγησε στην σύλληψη και καταδίκη της ήταν αυτή της Τσέλσι Μακ Κλίλαν που πέθανε χωρίς να είναι ιδιαίτερα άρρωστη σε ηλικία 15 μηνών. Μετά το θάνατο του βρέφους, η Τζόουνς ανέφερε στην προϊσταμένη της ότι βρήκε ένα φιαλίδιο σουκκινυλοχολίνης που είχε χαθεί για τρεις βδομάδες και της το παρέδωσε. Η προϊσταμένη της παρατήρησε ότι έλειπε το καπάκι και ότι το ελαστικό πώμα έφερε τρύπες από βελόνα. Αργότερα βρέθηκε ότι το φιαλίδιο περιείχε νερό με αλάτι.
Το 1985 καταδικάστηκε για το φόνο της Τσέλσι Μακ Κλίλαν σε 99 χρόνια φυλάκισης με δικαίωμα αναστολής και λίγο αργότερα σε 60 ακόμα χρόνια παράλληλης φυλάκισης για το θάνατο του Ρολάντο Τζόουνς με ένεση ηπαρίνης. Το 2017 θα αποφυλακιστεί με αυτόματη αναστολή εξαιτίας ενός νόμου για την αποσυμφόρηση των φυλακών.
Το δίκτυο του Ναγκίρεφ
Οι Άγγελοι του Ναγκίρεφ ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δίκτυα δολοφόνων στην Ουγγαρία δηλητηριάζοντας με αρσενικό περίπου 300 ανθρώπους μεταξύ 1914 και 1929. Το δηλητήριο προμήθευσε μια μαία ονόματι Τζούλια Φαζέκας και η συνεργάτης της Σουζάνα Όλα.
Το Ναγκίρεφ του Α' ΠΠ ήταν το ιδανικό σκηνικό για το όργιο δηλητηριάσεων που επρόκειτο να ακολουθήσει με το τέλος του πολέμου. Οι περισσότεροι γάμοι ήταν υποχρεωτικοί και αποφασίζονταν από τις οικογένειες των νεόνυμφων με το διαζύγιο να αποτελεί ταμπού ακόμα και αν ο σύζυγος ήταν καταχρηστικός ή αλκοολικός.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όλοι οι σωματικά ικανοί άντρες ήταν στα μέτωπα του πολέμου και το αγροτικό Ναγκίρεφ επιλέχθηκε για τη μεταφορά Ιταλών αιχμαλώτων πολέμου. Οι καταπιεσμένες γυναίκες του χωριού εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την ευκαιρία συνάπτοντας ερωτικές σχέσεις με έναν ή περισσότερους αιχμαλώτους.
Με το τέλος του πολέμου και την επιστροφή των στρατιωτών δημιουργήθηκαν τριβές αφού οι Ούγγροι στρατιώτες απαίτησαν τα συζυγικά δικαιώματα που είχαν πριν τον πόλεμο ενώ οι γυναίκες αρνούνταν να απεμπολήσουν τις ελευθερίες που είχαν αποκτήσει στο μεσοδιάστημα.
Τη «λύση» προσέφερε φυσικά η Φαζέκας που πρώτα δολοφόνησε το δικό της σύζυγο. Η δηλητηρίαση έγινε σιγά σιγά έγινε μόδα με θύματα συζύγους, παιδιά και μέλη της ευρύτερης οικογένειας. Επειδή η νοσοκόμα ήταν το πλησιέστερο δυνατό επάγγελμα σε γιατρό για το χωριό και ένας ξάδερφος της ήταν υπεύθυνος για την έκδοση πιστοποιητικών θανάτου, οι δηλητηριασμοί συνεχίστηκαν χωρίς να προκληθούν υποψίες στις αρχές της
Ουγγαρίας μέχρι το 1929.
Όταν η δράση της Φαζέκας έγινε γνωστή αυτοκτόνησε με το ίδιο της το δηλητήριο. Από τους Άγγελους του Ναγκίρεφ 26 δικάστηκαν, 8 εκτελέστηκαν, 7 φυλακίστηκαν ισόβια και οι υπόλοιπες πέρασαν ένα διάστημα στη φυλακή.
Οι Άγγελοι του Λάιντς
Η Μαρία Γκρούμπερ, η Ιρένε Λάιντοφ, η Στεφανίγια Μέγιερ και η Βάλτραουντ Βάγκνερ διέπραξαν ένα από τα πιο ασυνήθιστα εγκλήματα στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα. Οι τέσσερις νοσοκόμες του Γενικού Νοσοκομείου Λάιντς της Βιέννης καταδικάστηκαν για το θάνατο 49 ανθρώπων αν και ο απολογισμός της δράσης τους μπορεί να φτάνει τα 200 θύματα.
Τα «πρώτο αίμα» χύθηκε από τη Βάγκνερ όταν σε ηλικία 23 ετών δέχτηκε διστακτικά να κάνει ευθανασία σε ένα 77χρονο με υπερβολική δόση μορφίνης. Σύντομα ανακάλυψε ότι απολάμβανε την εξουσία ζωής-θανάτου που είχε επί των ασθενών της και δεν χρειάστηκε πολύ μέχρι να στρατολογήσει και τις υπόλοιπες τρεις συναδέλφους της.
Προχωρώντας από την ευθανασία, στη δολοφονία και από εκεί στο σαδισμό, οι Άγγελοι του Λάιντς επινόησαν τη δική τους φρικιαστική μέθοδο δολοφονίας: Ένας «άγγελος» κρατούσε το κεφάλι του θύματος κλείνοντας την μύτη του, την ίδια στιγμή που ένας άλλος έχυνε νερό στο στόμα του. Επειδή οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν υγρά στον πνεύμονα ήταν το τέλειο έγκλημα.
Η δράση τους έγινε γνωστή σε μια τοπική ταβέρνα όταν ένας θαμώνας τις άκουσε να καμαρώνουν για τα εγκλήματα τους. Τελικά συνελήφθηκαν για να καταδικαστούν οι δύο από αυτές σε ισόβια και οι άλλες δύο σε δεκαπενταετείς ποινές φυλάκισης. Η ιστορία τους είναι από τα πιο βασικά επιχειρήματα κατά της ευθανασίας.
Φιλιπίνα Ναρκίσο και Λεονόρα Πέρεζ
Το 1975, 35 ασθενείς του Νοσοκομείου Βετεράνων στο Αν Χάρμπορ του Μίτσιγκαν υπέστησαν αναπνευστικές βλάβες και δέκα από αυτούς πέθαναν αιφνίδια. Το FBI διεξήγαγε μια από τις μεγαλύτερες εγκληματολογικές έρευνες στην ιστορία του κινητοποιώντας 200 πράκτορες και ξοδεύοντας 1 εκ δολάρια για να διαλευκανθεί η περίεργη αύξηση των θανάτων στα στατιστικά του Νοσοκομείου.
Τελικά η έρευνα κατέληξε στις Φιλιπίνα Ναρκίσο και Λεονόρα Πέρεζ, νοσοκόμες από τις Φιλιππίνες, που είχαν προσφάτως μεταναστεύσει στις ΗΠΑ ως δράστες. Ήταν οι νοσοκόμες που είχαν βάρδια στα εν λόγω περιστατικά. Ωστόσο τα ελλιπή και περιστασιακά στοιχεία που προσκόμισε το FBI δεν ήταν αρκετά για να οδηγήσουν στην καταδίκη τους. Οι δύο νοσοκόμες αθωώθηκαν από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε πρώτο βαθμό και από τις μικρότερες κατηγορίες μετά από έφεση.
Μια ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας είναι το κλίμα στο οποίο διεξήχθησαν οι ακροάσεις των δικαστηρίων. Ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας έφτασε στο σημείο να αποκαλέσει τις δύο νοσοκόμες «σχιστομάτες πόρνες» που μετέχουν μιας «συνομωσίας 1800 φιλιππινέζων για να δολοφονήσουν αμερικάνους» καταδεικνύοντας το ακραίο εθνικιστικό κλίμα που δημιουργήθηκε σε μια εποχή έντονης μετανάστευσης από χώρες τις Ασίας.
Προς το παρόν οι φόνοι δεν έχουν διαλευκανθεί.
Η «αδερφή» Έιμι
Η Έιμι Άρτσερ Γκίλιγκαν (1873-1928 ) ήταν η ιδιοκτήτρια ενός οίκου ευγηρίας στο Κονέκτικατ μεταξύ 1901 και περίπου 1917 όταν και καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση για τη δολοφονία πέντε ατόμων. Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της εικάζεται ότι φτάνει τα 48 όσοι δηλαδή και οι θάνατοι στον οίκος της.
Η Άρτσερ κληρονόμησε την κλινική από τον πρώτο της σύζυγο ελάχιστα μετά την επέκταση της επιχείρησης και τη μετακίνηση της σε πιο σύγχρονες εγκαταστάσεις. Λίγο πριν το θάνατο του είχε κάνει ασφάλεια ζωής με τα χρήματα της οποίας η Άρτσερ μπόρεσε να χρηματοδοτήσει την επιχείρηση.
Ο γάμος της με το Μάικλ Γκίλιγκαν, έναν ευκατάστατο χήρο που ενδιαφερόταν τόσο για την Έιμι όσο και για να επενδύσει στο Γηροκομείο , κράτησε λίγους μήνες αφού η «μοίρα χτύπησε» δεύτερη φορά λίγο καιρό μετά. Στο ενδιάμεσο είχε φροντίσει να μεταφέρει με διαθήκη όλη την περιουσία του στη γυναίκα του.
Οι αρχές και οι συγγενείς των θυμάτων είχαν αρχίσει να υποπτεύονται την Έιμι καθώς όλα είχαν πεθάνει λίγο μετά αφότου είχαν μεταβιβάσει σε αυτή μεγάλα χρηματικά ποσά. Τελικά καταδικάστηκε για το φόνο του τελευταίου θύματος της, του Φράνκλιν Αντριους και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της στη φυλακή και σε ένα ίδρυμα
Η Ειμι Γκίλιγκαν ίσως να είναι και η μοναδική γυναίκα που κατατάσσεται συγχρόνως στην κατηγορία των Αγγέλων του Θανάτου και της Μαύρης Χήρας.
Γκουέν Γκρέιαμ
Ήταν το 1987, στο Γουόκερ του Μίτσιγκαν, όταν δύο γυναίκες έκαναν το θάνατο μέρος των σεξουαλικών τους συνευρέσεων. Η Γκουέν Γκρέιαμ, 23 ετών, και η Κάθι Γουντ, 24, ήταν νοσοκόμες στο Ίδρυμα Περίθαλψης Αλπάιν Μέινορ. Η Γουντ είχε μόλις χωρίσει από το σύζυγο της όταν γνωρίστηκαν, ήταν υπέρβαρη και έψαχνε εναγωνίως για φίλους και συντρόφους. Όταν το νοσοκομείο προσέλαβε τη Γκρέιαμ και έγινε βοηθός της, η σχέση τους εξελίχθηκε γρήγορα σε ερωτική.
Κατά τη διάρκεια των συνευρέσεων τους πειραματιζόντουσαν με την ασφυξία προκειμένου να φτάσουν σε πιο έντονους οργασμούς. Σιγά σιγά η Γκρέιαμ εισήγαγε και την ιδέα της δολοφονίας. Η πρώτη απόπειρα έγινε σε μια ηλικιωμένη γυναίκα που όμως αντιστάθηκε και τελικά επέζησε. Για άγνωστους λόγους δεν υπέβαλε καταγγελία. Αυτό οδήγησε τη Γκρέιαμ στην αναζήτηση πιο εύκολων θυμάτων επιλέγοντας όσους ασθενείς έπασχαν από Αλτσχάιμερ. Οι πρώτες πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο του 1987.
Μετά τις δολοφονίες απομονώνονταν σε άδεια δωμάτια κάνοντας σεξ ενώ σε μερικές από αυτές η Γκρέιαμ φορούσε προσωπικά αντικείμενα των νεκρών όπως κοσμήματα, οδοντοστοιχίες. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που υπερηφανεύονταν για τα κατορθώματα τους σε συναδέλφους προκειμένου να αυξήσουν τη σεξουαλική διέγερση στις πράξεις τους. Οι αφηγήσεις τους, όμως, απορρίπτονταν σαν κακόγουστα αστεία. Ούτε το γεγονός ότι η Γκρέιαμ άρχισε να επιδεικνύει τα σουβενίρ της από τους νεκρούς δεν προκάλεσε υποψίες.
Τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή όταν η Γκρέιαμ ζήτησε από τη Γουντ να κάνει και αυτή μια δολοφονία μόνη της για να της αποδείξει την αγάπη της. Η Γουντ που μέχρι τότε ήταν μόνο συνεργός διευκολύνοντας την πρόσβαση της Γκρέιαμ στα θύματα αρνήθηκε. Η Γκρέιαμ την εγκατέλειψε βρήκε νέα ερωτική σύντροφο και άλλαξε δουλειά. Με το τέλος της ερωτικής τους σχέση η Γουντ ξαναπαντρεύτηκε και λίγο αργότερα εκμυστηρεύτηκε στον άντρα της τα ένοχα μυστικά της. Ένα χρόνο αργότερα ο τελευταίος ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές.
Σήμερα η Γκουέν Γκρέιαμ εκτίει ποινή έξι φορές ισόβια χωρίς δυνατότητα αναστολής.
ΠΗΓΗ: men24.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου